insÍpido - ορισμός. Τι είναι το insÍpido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι insÍpido - ορισμός


insípido      
insípido, -a (del lat. "insipidus")
1 adj. Falto de *sabor, con poco sabor o con menos sabor del deseable: "El agua es insípida. Una fruta insípida".
2 *Soso o *insustancial: falto de gracia o de interés: "Un espectáculo insípido. Una persona insípida".
insípido      
adj.
1) Falto de sabor.
2) Que no tiene el grado de sabor que debería tener.
3) fig. Falto de espíritu, gracia o sal.
insípido      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
2) gustoso: gustoso, sabroso, delicioso
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για insÍpido
1. Las últimas dos Ligas avalan al Madrid, tan triunfador como insípido.
2. A los 35 minutos Koeman, vistos los hechos, decidió cambiar el insípido discurso de su equipo.
3. R. Si el personaje no hubiera tenido un componente de perversión malévola hubiera resultado demasiado insípido.
4. Incoloro, inodoro e insípido, se ha hecho popular como arma letal entre asesinos y servicios secretos.
5. Aquí todo huele a seriedad forzada, a imágenes tan esmeradamente construidas como huecas, a pesadez narrativa, a producto tan calculado como híbrido, incoloro e insípido.
Τι είναι insípido - ορισμός